Αρθρικός Χόνδρος και Κολλαγόνο
Όλοι έχουμε λίγο πολύ ακούσει τους όρους χόνδρος, κολλαγόνο, και υαλουρονικό οξύ.
Όμως τι είναι το καθένα;
Πως συνδέονται μεταξύ τους και κυρίως πως συνδέονται με την αρθρίτιδα;
Στο ανθρώπινο σώμα διακρίνουμε τρεις τύπους χόνδρου, τον Υαλώδη, τον Ινώδη και τον Ελαστικό.
Ο χόνδρος των αρθρώσεων, δηλαδή ο αρθρικός χόνδρος αποτελείται κυρίως από υαλώδη χόνδρο.
Ο υαλώδης χόνδρος, είναι ο πιο συνηθισμένος τύπος χόνδρου στο ανθρώπινο σώμα. Είναι ένας εξειδικευμένος συνδετικός ιστός, του οποίου η κύρια λειτουργία είναι να παρέχει μια λεία και ολισθηρή αρθρική επιφάνεια ώστε να διευκολύνει τη μετάδοση φορτίων από το ένα οστό στο άλλο, με χαμηλό συντελεστή τριβής.
Ο υαλώδης χόνδρος, δεν έχει αιμοφόρα αγγεία ούτε λεμφαγγεία και νεύρα. Σε αντίθεση μάλιστα, με άλλους ιστούς, η θρέψη του χόνδρου δεν γίνεται από τα αιμοφόρα αγγεία , αλλά με διάχυση. Δηλαδή, όπως ένα σφουγγάρι αποβάλλει και προσλαμβάνει υγρά με την πίεση, έτσι και ο χόνδρος, απορροφά αρθρικό υγρό με θρεπτικά συστατικά και στην συνέχεια το αποβάλλει μαζί με τα υποπροϊόντα του μεταβολισμού του. Η έλλειψη αιμοφόρων αγγείων εξηγεί γιατί ο χόνδρος επουλώνεται αργά, καθώς η ικανότητα επιδιόρθωσης του χόνδρου είναι περιορισμένη.
Στον υγιή υαλώδη χόνδρο, κυριαρχεί η παρουσία του κολλαγόνου τύπου II. Παρ’ όλα αυτά, στον υγιή χόνδρο, έχουν αναγνωριστεί δεκάδες άλλοι τύποι κολλαγόνου. Συνολικά έχουν περιγραφεί, γύρω στου 28 με 29 διαφορετικούς τύπους.
Οι κυριότεροι και συνηθέστεροι τύποι κολλαγόνου είναι το κολλαγόνο τύπου II, IX και XI. Οι δευτερεύοντες και λιγότερο συχνοί τύποι κολλαγόνου είναι το κολλαγόνο τύπου III, IV, V, VI, X, XII, XIV, XVI, XXII και XXVII.
Όλοι αυτοί οι τύποι κολλαγόνου, έχει βρεθεί ότι έχουν θεμελιώδη ρόλο στην δημιουργία και την διατήρηση του υγιή χόνδρου, ανεξάρτητα από την συγκέντρωσή τους.
Αντίθετα, στον παθολογικό αρθρικό χόνδρο ή στον χόνδρο που υπάρχει κάποια βλάβη, το κολλαγόνο που βρίσκουμε να έχει δημιουργηθεί, είναι το κολλαγόνο τύπου I.
Το κολλαγόνο τύπου Ι είναι ο πιο συνηθισμένος τύπος κολλαγόνου στο ανθρώπινο σώμα. Πέρα από την παρουσία του στον επιδιορθωμένο αρθρικό χόνδρο, έχει διαπιστωθεί ότι αποτελεί περισσότερο από το 90% της οργανικής μάζας των οστών και είναι το κύριο κολλαγόνο στους τένοντες, στους συνδέσμους, στο δέρμα, και στον κερατοειδή. Το κολλαγόνο τύπου I, συντίθεται από ινοβλάστες, και οστεοβλάστες και σε μικρότερο βαθμό από σχεδόν όλα τα άλλα κύτταρα ιστών.
Ποιά η διαφορά του φυσικού από το υδρολυμένο κολλαγόνο;
Το ελεύθερο φυσικό κολλαγόνο, με την μορφή τριπλής έλικας, έχει την ικανότητα να μειώνει την αποδόμηση του δομικού κολλαγόνου. Αντίθετα το υδρολυμένο κολλαγόνο με την μορφή πεπτιδίων, έχει την ικανότητα να αυξάνει την παραγωγή κολλαγόνου .
Τα ενέσιμο υδρολυμένο κολλαγόνο είναι πλούσιο σε αμινοξέα που παίζουν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία κολλαγόνου τύπου I. Ως εκ τούτου, τα υδρολυμένα πεπτίδια κολλαγόνου λειτουργούν ως δομικά στοιχεία για τη διατήρηση και την αναδόμηση του χόνδρου. Έτσι, το υδρολυμένο κολλαγόνο, μπορεί να βελτιώσει τα συμπτώματα της οστεοαρθρίτιδας διεγείροντας την παραγωγή κολλαγόνου στις αρθρώσεις.
Ενδείξεις/Χρήση:
Το ενέσιμο υδρολυμένο κολλαγόνο είναι κατάλληλο για την αντιμετώπιση του πόνου και της απώλειας της λειτουργικότητας των μεγάλων αρθρώσεων (ώμος, καρπός, ισχίο, γόνατο, και αστράγαλος) και των μυοτενοντωδών και μυοσυνδεσμικών δομών, που οφείλονται σε εκφυλιστικές παθήσεις, σε τραυματισμούς ή υπέρχρηση. Οι πιο κοινές ενδείξεις χρήσης του ενέσιμου υδρολυμένου κολλαγόνου είναι η συμπτωματολογική και λειτουργική αντιμετώπιση: οστεοαρθρίτιδας, δευτερογενούς οξείας ή χρόνιας αρθροϋμενίτιδας λόγω αρθροπάθειας ή ρευματοειδούς αρθρίτιδας, τραυματισμών ή βλαβών, κοπώσεων από υπέρχρησης των αρθρώσεων. Το ενέσιμο υδρολυμένο κολλαγόνο είναι επίσης κατάλληλο σε περίπτωση μηνισκοπάθειας και για την προετοιμασία ή ως συντηρητική θεραπεία μετά από επεμβάσεις μηνισκεκτομής, αποκατάστασης συνδέσμων ή καθαρισμού ή/και αποκατάστασης του υαλώδους χόνδρου των αρθρώσεων. Για τις ενδείξεις αυτές, η εφαρμογή πραγματοποιείται δια της ενδοαρθρικής οδού. Αντιθέτως, για περιαρθρικά τραύματα ή/και βλάβες ή στις μυοτενοντώδεις-μυοσυνδεσμικές δομές εφαρμόζεται περιαρθρική έγχυση και διήθηση των δομών.
Μηχανισμός δράσης:
Ενδοαρθρικά:
Το υδρολυμένο κολλαγόνο χαμηλού μοριακού βάρους κατανέμεται στην επιφάνεια της άρθρωσης ενισχύοντας τη θεμελιώδη ουσία του χόνδρου που έχει φθαρεί από τις παθολογικές διαδικασίες και ο σκελετός του οποίου σχηματίζεται από ένα πυκνό πλέγμα ινών κολλαγόνου. Το ενέσιμο υδρολυμένο κολλαγόνο ασκεί συνεπώς μηχανική δράση άμεσης ενίσχυσης των εξασθενημένων ή/και φθαρμένων δομών κολλαγόνου, βελτιώνοντας την κινητικότητα και συμβάλλοντας στη μείωση του πόνου της άρθρωσης.
Περιαρθρικά και σε μυοτενοντώδεις και μυοσυνδεσμικές δομές: Το υδρολυμένο κολλαγόνο χαμηλού μοριακού βάρους δρα ως άμεσο ενισχυτικό του φθαρμένου σκελετού κολλαγόνου των περιαρθρικών δομών, όπως οι τένοντες ή/και οι σύνδεσμοι, συμβάλλοντας στη μείωση του πόνου και στην ταχύτερη λειτουργική αποκατάσταση.
Θεραπευτικό πρωτόκολλο:
- Ενδοαρθρική έγχυση
Το πρωτόκολλο προβλέπει τρεις εγχύσεις: δύο σε απόσταση 15 ημερών μεταξύ τους και η τρίτη έναν μήνα μετά την τελευταία έγχυση. - Περιαρθρική έγχυση
Το πρωτόκολλο προβλέπει δύο εγχύσεις σε απόσταση 30 ημερών μεταξύ τους. - Διήθηση σε μυοτενοντώδεις και μυοσυνδεσμικές δομές
Δύο εγχύσεις σε διάστημα 10 ημερών μεταξύ τους..
Μερικές μόνο ενδεικτικές παθήσεις και περιοχές που μπορούν να να αντιμετωπιστούν με ενέσιμες θεραπείες είναι:
- Οστεοαρθρίτιδα.
- Δευτερογενής οξεία ή χρόνια αρθροϋμενίτιδα.
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα.
- Καταπόνηση μεγάλων αρθρώσεων από ύπέρχρηση.
- Μηνισκοπάθεια
- Μετά από επεμβάσεις μερικής έσω μηνισκεκτομής.
- Χρόνιες τενοντίτιδες.
- Περιαρθριτιδες.
- Μερική ρήξη συνδέσμων.